Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

ΑΦΟΙ ΠΟΥΛΟΥΔΗ Ανάμνηση ευεργεσίας

Διαβάστε την καταπληκτική ομιλία της Δημοσιογράφου – Συγγραφέως Σοφίας Αναστασίου Σουλή ( του Τάσου του Σουλάκη ) στην τιμητική εκδήλωση για τους ευεργέτες αδελφούς ΠΟΥΛΟΥΔΗ στις 16-3-14 στην αίθουσα εκδηλωσεων του Συλλόγου μας Χριστοκοπίδου  9  -   Αθήνα (Ψυρρή)  105 54  , στου Ψυρρή.
Φίλες και φίλοι
της μεγάλης φιλωτίτικης οικογένειας, σας καλωσορίζω κι εγώ σε μια ξεχωριστή εκδήλωση που θα μας πάει όλους χρόνια πίσω, θυμίζοντάς μας πρόσωπα και εικόνες που άφησαν το στίγμα τους στο χώρο και στο χρόνο της γειτονιάς του Ψυρή. Αυτή η γειτονιά, που οι...
νεότεροι γνώρισαν στην παρακμή της, έχει πολλά να θυμίσει σε όλους τους παλιούς. Αρκετοί συμπατριώτες μας είχαν τα σπίτια τους εδώ. Πίσω από παλιές σιδερένιες καγκελόπορτες ή πίσω από ξύλινες φθαρμένες εισόδους που είναι σήμερα κλειστές κι ερειπωμένες, η φαντασία μας γυρνώντας πίσω στα παιδικά, ανακαλύπτει ξανά τους διαδρόμους με το ασπρόμαυρο πλακάκι , που οδηγούσαν σε αυλές με φτέρες και βασιλικά, γεράνια και ζουμπούλια, αυλές με πόρτες ολόγυρα, μια για κάθε νοικοκυριό, πέτρινη γούρνα για τη μπουγάδα, μικρά χαγιάτια στα ας πούμε προνομιούχα πάνω πατώματα με σιδερένιες στριφογυριστές σκάλες και ταράτσες με ρούχα απλωμένα που μοσχομύριζαν πράσινο σαπούνι.
Αυτή ήταν η δική μας Γειτονιά των Αγγέλων, που στέγασε γονιούς και παππούδες πολλών από μας. Πόσοι από τους παλιούς δε θυμούνται ακόμα τα καφενεία του Παπαμανώλη, του Βλασερού, του Συριανού, το γαλακτοπωλείο του Σπανού, το παντοπωλείο του Προμπονά, την κάβα του Λίτινα, το στιλβωτήριο με τα μπρούντζινα υποπόδια, το μαγαζί με τα είδη ραπτικής του Χατζηπέτρου, το φούρνο του Πλουμιστού, το τσαντάδικο του Κολιού, το καθαριστήριο του Νομικού, το συνοικισμό στην αυλή της Ντάμας με τη μεγάλη πόρτα, δίπλα τον Άγιο Δημήτρη, που τόσες οικογένειες ζούσαν εκεί μέσα. Ακόμα έχω την αίσθηση της οσμής του σάπιου ξύλου της σκοτεινής σκάλας που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα όπου και η κάμαρα της γιαγιά μου της Σοφιανιώς που άστραφτε από πάστρα και καθαριότητα. Πόσοι από σας δε θυμάστε τις Κυριακάτικες βόλτες σας παιδιά, με τους πατεράδες μας στα καφενεία, το λουκούμι και τη βανίλια που μας κέρναγαν, τις ατέλειωτες πολιτικές τους κουβέντες, τους κουλουριτζήδες να περιφέρονται, το καροτσάκι με την πιο νόστιμη μπουγάτσα στη γωνία πλατείας Ηρώων και Καραϊσκάκη. Και τις γιορτινές μέρες, το παζάρι των χωριανών μας με τα τυριά, τα αρνιά και τα ρίφια, τα σαλιγκάρια και το φιλωτίτικο ψωμί και πόσα άλλα. Είναι ατέλειωτα τα σπίτια τα μαγαζιά τα δρώμενα οι εικόνες κι οι άνθρωποι του παλιού Ψυρή.


Κι όση ώρα σας μιλώ, θα σκεφτήκατε όλοι πως δεν ανέφερα ακόμα εκείνο το μαγαζί που ήταν ο πόλος έλξης όλων μας. Ένα μαγαζί που τα χρόνια εκείνα, η πυξίδα της καρδιά του κάθε Ναξιώτη γύριζε τη μαγνητική του βελόνα και τον οδηγούσε σ’ αυτό. Τίποτ’ άλλο να μην είχε ακούσει για του Ψυρή, το μαγαζί των Πουλουδάδων ήταν σίγουρα καταχωρημένο στη μνήμη των πληροφοριών για αυτή τη δική μας γειτονιά των αγγέλων. Γιατί οι αδελφοί Πουλουδή ήταν οι ήμερες μορφές μιας ξεχωριστής γενιάς ατόμων από αυτούς που ψάχνουν πολλοί συγγραφείς για ήρωες καθημερινών ιστοριών εποχής. Ο Γιάννης κι ο Μιχαλιός ήταν οι δικοί μας άνθρωποι που ξεχώρισαν γιατί έζησαν και σημάδεψαν μια εποχή με το δικό του ήπιο τρόπο, προσφέροντας χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες ένα κοινωνικό έργο που χρόνια μετά, όχι μόνο δεν έχει λησμονηθεί, αλλά είναι σημείο αναφοράς, λόγος για ευχές στη μνήμη τους και αφορμή για πολλά χαμόγελα σε ανάμνηση ευτυχισμένων καιρών που διανθίστηκαν με εικόνες ευτράπελες και νοσταλγικές.


Γιάννης Πουλουδής, Μιχαλιός Πουλουδής. Γεννημένοι το 1910 και 1912 αντίστοιχα. Δύο άξιοι της μνήμης που καταθέτουμε σήμερα. Πολλοί είπαν πως αργήσαμε. Από το 1973 που έφυγε ο Γιάννης και το 1974 που χάθηκε κι ο Μιχαλιός, πέρασαν πολλά χρόνια κι ίσως χάσαμε ανθρώπους με σημαντικές μαρτυρίες που θα έκαναν πιο πλούσιο το περιεχόμενο όσων θα αναφερθούν σήμερα, σ’ αυτή τη μικρή σεμνή γιορτή μνήμης που τους αφιερώνουμε. Όμως, εκείνο που μετράει είναι ότι παρά τα τόσα χρόνια που κύλησαν τους θυμόμαστε τόσο δυνατά, ώστε να μπορούμε να μιλάμε ακόμα γι’ αυτούς, σαν να ήταν χθες ακόμα κοντά μας. Κι έπειτα, πώς να σας το πω, υπήρχαν και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, φίλοι, συγχωριανοί ή και ξένοι που ευεργετήθηκαν σ’ ένα πολύ ευαίσθητο κομμάτι το οποίο και σήμερα υπάρχει στη ζωή του τόπου μας, αυτό της καθημερινής επιβίωσης. Κι είναι ευαίσθητο γιατί κι αν ακόμα είχα εκατονταπλάσιες αναφορές και μαρτυρίες, πιστέψτε με, δε θα το έκανα να σας διαβάσω μια ατέλειωτη λίστα όσων ευεργετήθηκαν από τους αδελφούς Πουλουδή, για λόγους λεπτότητας και σεβασμού προς τους ανθρώπους αυτούς, λόγους που όλοι μπορείτε να κατανοήσετε. Άλλωστε κι οι ίδιοι, αυτό δεν έκαναν; Αν δεν υπήρχαν ο άνθρωποι να το λένε ή να το βλέπουν καθημερινά, νομίζετε ότι θα μου το έλεγαν ποτέ οι κουμπάροι των γονιών μου, ο Μιχαλιός κι η Κατίνα; Ο φίλοι τους ο Γιάννης κι η Κούλα; Τα παιδιά τους, οι πρόωρα χαμένοι Γιώργηδες κι παλιά μου η κολλητή η Σοφία; Όχι, βέβαια.
Αυτή η γλύκα που είχαν να συντρέχουν με τρόπο μοναδικά διακριτικό τους ανθρώπους στις ανάγκες τους που ίσως κάποιοι από αυτούς να ήταν γονείς μας, παππούδες μας, θείοι μας, φίλοι συγγενών ή γνωστοί μας ήταν το κύριο χαρακτηριστικό τους.
Κι ας κάνουμε αυτή την αναδρομή. Το γνωστό εστιατόριο, το οινομαγειρείο Πουλουδή υπήρχε από το 1880 στου Ψυρρή και έκλεισε οριστικά το 1973. Λίγο μετά, έφυγαν από τη ζωή κι οι τελευταίοι αξέχαστοι ιδιοκτήτες του. Αρχικά μάλιστα, εκτεινόταν σε τρεις δρόμους: Πρωτογέννους – Μιαούλη – Παλλάδος. Η πρώτη γενιά που ίδρυσε και εδραίωσε το μαγαζί ήταν με τη γιαγιά Ειρήνη και τον παππού Μιχάλη Πουλουδή, που είχαν έρθει από τη Νάξο στην Αθήνα, ενδεχομένως για μια καλύτερη ζωή. Η γιαγιά Ειρήνη ήταν η ψυχή και η πρώτη κινητήρια δύναμη που έδωσε σάρκα και οστά στο μαγαζί. Ο γιος της Ειρήνης και του Μιχάλη, Γιώργος, πατέρας του Γιάννη και του Μιχαλιού και της Ειρήνης, συνέχισε με τη γυναίκα του Μαρίκα που καταγόταν από την Απείρανθο. Αδελφή της Μαρίκας ήταν η Γεωργία Παγίδα, η μοδίστρα του Φιλωτιού με τις μαθητευόμενες μαθήτριες που είχε τόσο πολύ δεθεί με την οικογένεια Πουλουδή, ώστε πολλοί να τη θεωρούν κανονικό μέλος της. Στο συνοικισμό της αυλής της Ντάμας που ανέφερα πιο πάνω, έμενε και η Μαρία, η αδελφή του Γιώργου Πουλουδή, του πατέρα των αδελφών που τιμάμε σήμερα. Παντρεμένη με τον Στέφανο Αρώνη, και με τα παιδιά της το Μιχάλη και τη Λιανή. Είμαι σίγουρη ότι πολλοί από σας έχετε κάποιους δικούς σας που έμεναν εκεί μαζί τους, όπως έχω κι εγώ.
Για πολλά χρόνια η οικογένεια Πουλουδή έμενε απέναντι από το μαγαζί, στην οδό Μιαούλη, σε τέτοια θέση ώστε να μπορούν να βλέπουν μέσα στο μαγαζί και μάλιστα, να φωνάζουν απέναντι, να ειδοποιούν ή να ρωτούν σχετικά με τις δουλειές τους.
Η Κατερίνα Πουλουδή, νύφη του Μιχαλιού,έδωσε αρκετές φωτογραφίες που θα δείτε σήμερα. Από το οικογενειακό της αρχείο η Σοφία Πουλουδή, η κόρη του Γιάννη , εκτός από φωτογραφίες, μου έδωσε και έναν έντυπο κατάλογο του μαγαζιού της δεκαετίας του 1940: ΟΙΝΟΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ «Η ΝΑΞΟΣ», ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΥΛΟΥΔΗ. Αριστερά του σκίτσου στο σήμα κατατεθέν γράφει: Άκρα καθαριότης και περιποίησις, και δεξιά: Παρακαλείσθε όπως δια παν παράπονον απευθυνθείτε εις την Διεύθυνσιν. Από κάτω ακολουθεί ο κατάλογος των φαγητών, που ήταν χειρόγραφος, όπως είναι ακόμα και σε πολλά σημερινά μαγαζιά.
Το μαγαζί λεγόταν ΝΑΞΟΣ, γιατί οι άνθρωποι αυτοί μετέφεραν στην πρωτεύουσα την απέραντη αγάπη και νοσταλγία για τον τόπο της καταγωγής τους! Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς, πώς οι Ναξιώτες γυρόφερναν το μαγαζί αυτό, όχι μόνο για το καθημερινό ή έκτακτο φαγητό τους, αλλά σαν σημείο συνάντησης, για ένα ποτήρι κρασί ή ένα ουζάκι. Τα φιλόξενα τραπεζάκια κι οι παραδοσιακές ξύλινες καρέκλες με την ψάθα μας δέχονταν όλους ανοιχτόκαρδα σαν τους νοικοκυραίους τους. Δε θα ξεχάσω τα καλοκαίρια που μας δρόσιζαν με κάποιο αναψυκτικό ή όταν ο Μιχαλιός πρόσφερε έτσι απλά με το χέρι του έναν μεγάλο κεφτέ, επειδή εκείνη την ώρα τους έβγαζε από το τηγάνι, κι ο Γιάννης από δίπλα να ρωτάει;
_ Θες και ψωμί;
Πρόσχαροι άνθρωποι, γενναιόδωροι στην καρδιά και στα χέρια, άπλωναν χύμα την ψυχή τους να δώσουν, να προσφέρουν, να μοιραστούν.
Και δεν ήταν απλά κουβαρντάδες, αυτό που σήμερα κάποιοι λένε large, λες και δεν έχουμε λεξιλόγιο οι Έλληνες για να πούμε τον ανοιχτοχέρη, τον κιμπάρη, τον γαλαντόμο, πλουσιοπάροχο, τον γενναιόδωρο, τον απλοχέρη, μεγαλόδωρο και τόσα άλλα…
Δεν ήταν μόνο αυτό, λοιπόν ο Γιάννης κι ο Μιχαλιός κι είναι κοινό μυστικό, τι άλλο ήταν.

Ήταν εκείνοι που έδιναν το πιάτο γεμάτο με φαγητό σε κάθε άνθρωπο της ανάγκης κι αυτό τα λέει όλα. Από τη Νάξο ερχόντουσαν νέοι και νέες για να βρουν δουλειά. Φτάνοντας στου Ψυρή και στο μαγαζί των Πουλουδάδων, βρισκόντουσαν σε προστασία. Είχαν το φαγητό τους, μέχρι να βρουν δουλειά και κάποιοι είχαν και χώρο να περάσουν τη νύχτα, ώσπου να βρουν στέγη. Χρόνια πολλά πριν, μου διηγόταν κάποια γυναίκα, που δε βρίσκεται πια στη ζωή, ότι είχε έρθει για να βρει δουλειά να εργαστεί εσωτερική σε κάποιο σπίτι. Δυστυχώς, όλοι οι συγγενείς της έμεναν ολόκληρες οικογένειες με πολλά παιδιά σε μια κάμαρα. Τότε της είπε ο Μιχαλιός ότι θα μπορούσε να μείνει, κρυφά από όλους στο υπόγειο του μαγαζιού, εκεί που φύλαγαν τα σακιά με τις πατάτες και τα κρεμμύδια, όπου υπήρχαν κουρελούδες και κουβέρτες. « Μη σε νοιάζει, δε θα σε δουν. Το έχουμε κάνει κι άλλες φορές. Ο Γιάννης ή εγώ ερχόμαστε πρώτοι και θ’ ανοίξουμε εμείς το πρωί». Σήμερα, κάποιος από τους νέους, μπορεί να σκεφτεί «μα ήταν μέρος αυτό για να θεωρηθεί εξυπηρέτηση»;


Φίλες και φίλοι, μιλάμε για τις δεκαετίες του 40 και του 50. Οι άνθρωποι του τόπου μας και οι περισσότεροι Έλληνες τότε ζούσαν πολύ φτωχικά. Στη δεκαετία του 60, θυμάμαι, κοιμόντουσαν στο κατάστρωμα όλη νύχτα για να πάνε ή να έρθουν από τη Νάξο, σε υπαίθρια καταστρώματα που είχαν κάτι σκυλοπνίχτες, που όταν είχε φουρτούνα τα νερά τους έλουζαν. Τα λέω, για να σας δώσω το στίγμα της εποχής. Εκείνη η γυναίκα, στη δεκαετία του 90 που μου το είπε ήταν σε άριστη οικονομική κατάσταση και με πολλά ακίνητα, αλλά δεν ξέχασε ποτέ αυτή την ευεργεσία!


Εύρισκαν λοιπόν, το πιάτο με το φαγητό, ανθρώπους να πουν τον πόνο τους και ένιωθαν τη ζεστασιά της μεγάλης αυτής αγκαλιάς. Ερχόντουσαν να φάνε με πίστωση και με την υπόσχεση να επιστρέψουν τα χρήματα που αναλογούσαν στην καθημερινή τους διατροφή. Όταν όμως ερχόταν η στιγμή που οι νέοι εργαζόμενοι έφερναν το φτωχικό τους κομπόδεμα για να ξεπληρώσουν το οφειλόμενα, αυτά είχαν παραγραφεί. Ήταν σβησμένα από τη μνήμη των αγαθών αυτών ανθρώπων που είχαν μέσα στην ίδια τους τη φύση την εντολή της Καινής Διαθήκης, για τον «πλησίον».


Εκτός από τους συμπατριώτες μας πήγαιναν και πολλοί φοιτητές οι οποίοι ζούσαν στοιβαγμένοι σε μια κάμαρα περιμένοντας τα λίγα χρήματα που έστελναν οι γονείς για τις σπουδές τους και που καμιά φορά όχι μόνο δεν έφταναν στην ώρα τους, αλλά καθυστερούσαν για μέρες και βδομάδες. Τότε, έπαιρναν το μολύβι κι έγραφαν τα παιδιά, στον άσπρο τοίχο μιας κολόνας του μαγαζιού. Και τι δεν έγραφαν… Όρεξη να είχες να διαβάζεις… Αλλά αυτά ήταν παιδιά είχαν όρεξη για να τρώνε ώστε να μπορούν να διαβάζουν: 1 γιουβαρλάκια, 1 πατάτες τηγανητές, 1 μαρίδες, 1, πατατοκολόκυθα, 1 κεφτέδες με πατάτες στο φούρνο, 1 μουσακά… και, και, και…


Κάποια στιγμή ερχόντουσαν οι φοιτητές να πληρώσουν το χρέος. «Δε θυμάμαι» έλεγε ο Μιχαλιός, «Α, έλεγε ο Γιάννης, ασπρίσαμε το μαγαζί, ρε παιδιά και σβηστήκανε. Τι να γίνει τώρα, δεν πειράζει, να είστε καλά!». Επέμεναν αυτά. « Εεεεε, περίεργος είσαι! Αφού ασβεστώσαμε, σου λέω! Βρόμικο θ’ αφήναμε το μαγαζί;».


Αλλά δεν ήταν μόνο το φαγητό. Οι ανάγκες ήταν λογιών λογιών. Κι έτσι, πολλοί βιοπαλαιστές και νοικοκυραίοι είχαν τα παιδιά τους στην Αθήνα για σπουδές. Οι επικοινωνίες παλιά, δεν υπήρχαν όπως σήμερα. Οι ταχυδρόμοι οι τότε, ο κάθε Υψηλάντης, Λυκούρης, Καμηλάρης, Κόζος της τότε εποχής έπαιρνε εκτός από τα αποδωσίδια και χρήματα από τους γονείς των παιδιών για το νοίκι και τους λογαριασμούς της Αθήνας. Κάθε δυνατή βοήθεια, για να γίνουν τα παιδιά όχι απλά κάτι καλύτερο από κείνους, αλλά να αγγίξουν το όνειρο της μεταπολεμικής μας κοινωνίας που στόχευε ψηλά και που έφτασε, το είδαμε όλοι, στους στόχους του! Υπήρχε, λοιπόν, ανάμεσα στις πολλές αυτές οικογένειες και κάποια που είχε τέσσερα παιδιά που σπούδαζαν τα χρόνια εκείνα. Θες η δυσκολία επικοινωνίας με τα καράβια, που τότε ήταν μόνιμη, θες άλλου είδους δυσπραγία τα παιδιά αυτά που τα επόμενα χρόνια ευδοκίμησαν κι έγιναν ολοκληρωμένα κι ανεκτίμητα άτομα της κοινωνίας μας, βρέθηκαν σε οικονομική ανάγκη. Ακολουθώντας τη συμβουλή του πατέρα, απευθύνθηκαν στο Μιχαλιό Πουλουδή για ένα ολιγοήμερο δάνειο των 2.000 δραχμών που θα κάλυπτε τις τρέχουσες οικονομικές ανάγκες. Τα χρήματα δόθηκαν, τακτοποιήθηκαν οι εκκρεμότητες και μετά από 4-5 μέρες, το ένα παιδί της οικογένειας, έχοντας πια τα χρήματα από το οικογενειακό νοικοκυριό έφτασε στου Ψυρή για να εκπληρώσει την οικονομική υποχρέωση. Πριν φτάσει είδε από μακριά έναν αλλόφρονα Μιχαλιό να χειρονομεί και να φωνάζει με το γνωστό πληθωρικό του τρόπο:


- «Φύγε από δω! Δε μου χρωστάτε τίποτα! Ακούς; Τίποτα! Να φύγεις αμέσως!». Κι ήταν τα χρήματα αυτά για εκείνη την εποχή ένας πολύ καλός μισθός.


Ωστόσο, οι εξυπηρετήσεις που γίνονταν εκεί ήταν κάθε είδους. Πολλοί ερχόντουσαν για να τους εμπιστευθούν χρήματα, τιμαλφή και αντικείμενα αξίας, τα οποία οι αδελφοί Πουλουδή ασφάλιζαν στο χρηματοκιβώτιο του μαγαζιού. Η εμπιστοσύνη της οποίας απολάμβαναν σαν άτομα για πολλά ζητήματα, όχι μόνο οικονομικής φύσης ήταν πάρα πολλά. Συζητήσεις με μυστικά, μεσολαβήσεις για αποκατάσταση οικογενειακών σχέσεων. Καλοπροαίρετες συμβουλές, καλές κουβέντες, έπαινοι. Για να μην αναφέρουμε, κάτι που σήμερα θα ακουγόταν αστείο και αυτονόητο ως εξυπηρέτηση. Το τηλέφωνο. Το εστιατόριο εξυπηρετούσε σε μεγάλη ακτίνα τους κατοίκους της περιοχής με το τηλέφωνο, άλλοτε ειδοποιώντας τους καλούμενους αλλά συνήθως, με το να δέχεται την παρουσία εκείνων που παρέμεναν στο χώρο αναμένοντας το τηλεφώνημα που τους αφορούσε.


Κι όπως γινόταν παντού, τότε που το τηλέφωνο εκτός από σχετικά νέο μέσο επικοινωνίας ήταν και μέσο για φάρσες, έτσι όσοι κι όσες είχαν όρεξη για τα παρόμοια, τηλεφωνούσαν στο μαγαζί, άλλαζαν τη φωνή τους κι έψελναν τα εξ’ αμάξης σ’ εκείνους που είχαν άχτι, με τη σιγουριά ότι θα φτάσει στ’ αφτιά του, γιατί κι αν δεν ήταν παρόντες, οπωσδήποτε θα τους το μετέφεραν. Βέβαια, όπως θυμάστε, είμαστε πολλές δεκαετίες πίσω και ο κόσμος που είχε βγει από έναν πόλεμο, εκτονωνόταν με πειράγματα, για τα γκομενικά της μιανής, τα παραπατήματα του αλλουνού, ποιος αγαπάει ποιαν, αλλά με ποια τα έχει, ποιαν είδανε νύχτα στην Κουμουνδούρου και ποιος αγαπά τα σύκα…


Και τι δε γινόταν σ’ εκείνο το μαγαζί! Εργάτες έτρωγαν τη σούπα τους. Σκέτη την είχαν ζητήσει. Κι ο Γιάννης ερχόταν σιγά σιγά και τους έριχνε και μια μερίδα βραστό κρέας μέσα στο ζουμί. «Δεν παραγγείλαμε» έλεγε το παλικάρι. «Δεν είναι τίποτα, δυο κοκαλάκια μόνο». Στο πίσω τραπέζι ένα γεροντάκι είχε ελιά και ντομάτα και ψωμί στο πιατάκι του, αλλά το μάτι του έμενε στυλωμένο στο κρασοπότηρο που άδειασε. Παίρνει ο Μιχαλιός το κατοστάρι και κάθεται μαζί του. «Άντε στην υγειά μας! Καλά που ήρθες, γιατί δεν είχα με ποιον να πιω!».


Το να προσφέρεις, είναι σπουδαίο πράγμα. Να το κάνεις όμως με τέτοιο τρόπο που να μη νιώσει άσχημα ο απέναντί σου, είναι ανώτερο!


«Μια ολίγη σκέτο από γιουβέτσι», ζητά χαμηλόφωνα κάποιος. Και σκέτο από γιουβέτσι, δηλαδή, χωρίς κρέας, και ολίγη, δηλαδή μισή μερίδα. Η παραγγελία έρχεται. Ο σερβιτόρος αφήνει μπροστά του ένα βαθύ πιάτο κριθαράκι, πασπαλισμένο με μπόλικο τυρί. Ο πελάτης στρέφεται προς στον πάγκο, στον Γιάννη που τον κοίταζε με υγρά μάτια . «Τόση είναι η ολίγη εδώ» δηλώνει. Και γυρίζοντας στο Μιχαλιό του λέει, κρύβοντας το δάκρυ του: «Δυο μέτρα άντρας που σκάβει όλη μέρα, μια ολίγη!». Και φωνάζει μετά τον μικρό που πάει στα θελήματα. «Πάρε αυτό να το πάς στο υπογειάκι στην Αριστοφάνους. Πάνε τρεις μέρες και δεν πέρασε η γιαγιά με το εμπόρευμα. Άρρωστη θα ’ναι».


Δεν υπάρχει τρόπος να αναφερθούμε σε όλα χωρίς κάτι να παραλείψουμε. Η κάθε περίπτωση, σαν αυτές που αναφέραμε έχει γίνει εκατοντάδες φορές. Αλλά κι άλλες.


Δεν είχε κάποια να πληρώσει το ηλεκτρικό, το γκάζι πιο παλιά. «Άσε το λογαριασμό εδώ κι άμα πάμε να πληρώσουμε του μαγαζιού…, ναι,… εντάξει, όταν … μας τα δίνεις». Το γνωστό αλισβερίσι.


«Έλα, να πάμε μαζί στο γιατρό, είναι δικός μας άνθρωπος. Λεφτά, τι λεφτά; Έλα που θέλει λεφτά από μας… Το ίδιο κι εσύ… αφού μαζί θα πάμε!».


Κάποτε η θεία του Γιάννη και του Μιχαλιού, η Γεωργία, πέθανε στη Νάξο. Βρέθηκε στο Φιλώτι ο Μιχαλιός και όπως είχανε αποφασίσει τα αδέλφια, χάρισαν τα υπάρχοντά της στους χωριανούς, ανάλογα με τις ανάγκες τους. Τι δεν είχε ο τάδε γείτονας; Τραπέζι; Το πήρε. Τι ανάγκη είχε ο δείνα; Καρέκλες; Δικές του. Τι έλειπε της συντέκνισσας; Χράμι, μαξιλάρια; Εδώ είμαστε. Κι έτσι μοιράστηκαν τα υπάρχοντα του σπιτιού της Γεωργίας για συχώριο δικό της κι ευχές στους κληρονόμους της.


Η καθημερινότητα είχε κι άλλες εικόνες. Είχε τα κουλουράκια τα σουσαμένια που αγοράζονταν πολλά μαζί για να μοιραστούν σ’ εκείνα τα παιδάκια που πέρναγαν το πρωινό για το σχολειό με τα λιπόσαρκα ποδαράκια να ξεπροβάλλουν από τα κοντοπαντέλονα.


«Δημητράκη, έλα να πάρεις το κουλουράκι σου», φώναζε ο Μιχαλιός.


Και το απόγευμα: «Άσε να κεράσω το γιο σου ένα σουβλάκι», έλεγε ο Γιάννης, βλέποντας τη σκηνή μ’ ένα πιτσιρικά να χτυπιέται καταγής με την άρνηση του πατέρα του… Αλλά αυτά τα μικρά κεράσματα ήταν αμέτρητα και καθημερινά.


Κατά τα άλλα το μαγαζί ήταν ένα χώρος όπου όλα μαθαίνονταν, όλα κυκλοφορούσανε, όλοι γνωρίζονταν και επικοινωνούσαν. Στις δόξες του το οινομαγειρείο ήταν κέντρο των πάντων. Νταβαντούρι τις Αποκριές, νηστίσιμα τη Μεγάλη Εβδομάδα, σημείο για ραντεβού. Ώρα συγκεκριμένη στο σούρουπο ήταν το πέρασμα του σαλεπιτζή, του λαχειοπώλη, των κοριτσιών του «αρχαιότερου επαγγέλματος». Πριν καλονυχτώσει, να κι ο μανάβης με το καρότσι, στο κλείσιμο των μαγαζιών και κάποιες δικές μας που μετά τα ψώνια ήρθαν να μαζέψουν τους άντρες τους από τα καφενεία. Άλλοι πάνε σπίτι άλλοι κοντοστέκονται στου Πουλουδή να πουν μια κουβέντα, να συμπληρώσουν εκεί το ΠΡΟ ΠΟ. «Γράψε Χ, να λέει ο Μιχαλιός». Εκεί τα πιο παλιά χρόνια γίνονταν όλα τα σχόλια που ψυχαγωγούσαν τους κατοίκους της Γειτονιάς των Αγγέλων, που είπαμε για την περιοχή του Ψυρή. Κουβεντούλες για όλα… για τις δυο γεροντοκόρες, που έμεναν στη γωνία Αγίων Αναργύρων, που έβαφαν τα μαλλιά τους με το καρβούνιασμα από τον πάτο του τηγανιού, αυτός ο ψηλός που μένει στην αυλή της Λ. Νίκα, αυτός ο μελαχρινός, να δεις πως τον λένε… Κώστα Καζάκο;…. Α, που να σας τα λέω, να πάμε στον κινηματόγραφο να δούμε τον άλλο που μένει στην αυλή της Λ.Νίκα. Ποιον καλέ; Δεν το μάθατε; Ο γιος του Φούντα του γαλατά, έγινε ηθοποιός!...


Αυτός ήταν ο χώρος, ο χρόνος κι ο κόσμος τους. Προσπάθησα με τούτο και μ’ εκείνο, να σας βάλω στο κάδρο μιας γλυκιάς εποχής, που είναι δεμένη με τη ζωή τους.






Δεν υπάρχει άνθρωπος που να γνώριζε τους αδελφούς Πουλουδή και να μην έχει να πει αρκετά περιστατικά παρόμοια με αυτά που ήδη αναφέραμε. Σαν άνθρωποι ήταν πρόσχαροι, κοινωνικοί, ο Μιχαλιός μάλιστα ήταν αρκετές φορές υποψήφιος στο Σύλλογό μας και όλοι τον τιμούσαν με τη ψήφο τους.


Και πώς να μην είναι έτσι; Πώς να μην τους αγαπούν και να πίνουν νερό στο όνομά τους; Πόσοι έφεραν στο σπίτι τους την εποχή εκείνη, άτομο με φυματίωση για να το περιθάλψουν;


Εκείνοι το έκαναν. Ποιοι άλλοι περιμάζεψαν κοπέλα ανύπαντρη εγκυμονούσα με πολλά προβλήματα υγείας, οικογενειακά και άλλα για να τη στηρίξουν; Εκείνοι το έκαναν. Πώς λοιπόν να μην τους θυμόμαστε όλοι εμείς;


Δεν ήταν όμως μονάχα σε προσωπικό επίπεδο δοτικοί οι άνθρωποι που είναι σήμερα το αντικείμενο της συζήτησής μας. Ήταν και δωρητές σε πολλούς ιερούς και πολιτιστικούς σκοπούς. Οι δωρεές τους στο Σύλλογό μας ήταν πολλές σε μεγάλα χρηματικά ποσά αλλά και σε κτηματική περιουσία.


Η παρουσία τους σε θρησκευτικές τελετές και προσφορές ήταν μεγάλη και διαρκής. Χτες μου έλεγε ο ξάδερφός μου ο Μανώλης ο Μουστάκης, ο Κρανής, εγγονός της Μαρίας Πουλουδή και φιλιότσος, βαφτισιμιός, του Μιχαλιού και της Κατίνας, όπως είναι κι αδερφός μου ο Γιώργος, ώρα του καλή, μου έλεγε λοιπόν ο Μανόλης, ότι στην Αγία Βαρβάρα στα Πατήσια όπου υπάρχει εικόνα του Αγίου Νικοδήμου, την παραμονή της γιορτής του Αγίου μας, με τον μεγάλο Εσπερινό, οι Πουλουδήδες έκαναν μεγάλη αρτοκλασία κάθε χρόνο. «Θυμάμαι το νονό το Μιχαλιό μ’ ένα τεράστιο πανέρι να μοιράζει ό ίδιος στον κόσμο τα ατομικά ψωμάκια που είχαν παραγγείλει ειδικά για την ημέρα. Το λυπηρό είναι, ότι όταν έλειψαν πια από τη ζωή, έλειψε και από την θρησκευτική αυτή τελετή η λαμπρότητα, η γιορτή κι η προσφορά που γινόταν.


Ας τους δούμε και λίγο από πιο κοντά:










Ο Γιάννης είχε μια εσωστρέφεια, ήταν πιο σοβαρός, βαρύς όπως έλεγαν κάποιοι. Αλλά είχε βρει την ισορροπία του με το ταίρι της ζωής του, την Κούλα Ψαρρά, την Κούλα του Στεφανάκη, όπως λέγαμε όλοι τη γλυκιά εκείνη γυναίκα. Τρυφερός σύζυγος ο Γιάννης, στοργικός πατέρας που μοίραζε ήρεμα τον ποταμό των συναισθημάτων του στα δυο του βλαστάρια, κρατώντας μια ισορροπία ανάμεσα στην ατίθαση χαρισματική κόρη και τον ήρεμο και αξιαγάπητο γιο του, που δυστυχώς δεν ήμασταν τυχεροί να τον έχουμε ανάμεσά μας σήμερα.


Ο Μιχαλιός από την άλλη ήταν εκδηλωτικός, φωνακλάς, καλαμπουριτζής, η χαρά της παρέας. Παντρεύτηκε την Κατίνα τη Βάσιλα, την Κατίνα της Κασωτομαρίνας, όπως τη λέγαμε εμείς. Η Κατίνα, κραυγαλέα λόγια, πάντα στον πυρήνα των γεγονότων, μια και είχε δεθεί με την καθημερινότητα του μαγαζιού. Τον καιρό που αποφάσισαν να κάνουν οικογένεια, η Κατίνα μάθαινε Γαλλικά, για να λέει ο Μιχαλιός, σύμφωνα με κάποιο τραγούδι της εποχής «Κι εμένα το πουλάκι μου πάει κολειό ακόμα…». Απόκτησαν τον γνωστό σε όλους μας Γιώργο, άτομο με πληθωρική υπόσταση σε όλες τις έννοιες, από τους πιο καλόκαρδους ανθρώπους μας, που όλο νομίζω ότι κάπου θα ξεπροβάλλει, όμως, μας λείπει κι αυτός, πολύ.


Γιάννης και Μιχαλιός. Και οι δυο ήταν γνωστοί καλοζωιστές και καλοπερασμένοι άνθρωποι. Εκτιμούσαν τα όμορφα πράγματα και τις απολαύσεις της ζωής. Δούλευαν πολύ αλλά ήξεραν έστω και να απολαμβάνουν. Πληθωρικές παρουσίες, ψηλοί εύσωμοι άντρες, μιλούσαν, γελούσαν πολύ κι έτρωγαν ακόμα περισσότερο. Μιλάμε για την εποχή που αρχοντάνθρωπο ονόμαζαν έναν αξιαγάπητο τύπο θεωρητικό, αυθόρμητο, δοτικό και καλοφαγά. Εντάξει, σήμερα υπάρχουν ενστάσεις για τα αγαθά της καλοφαγίας και ζούμε με παρατηρήσεις για το πότε ανεβαίνει ή κατεβαίνει η χοληστερίνη, το ζάχαρο, η πίεση και τα σχετικά. Ας μην κάνουμε κρίσεις παρόμοιες. Εκείνοι ήταν εκείνοι κι αυτή ήταν η εποχή τους. Δε θα τους βγάλουμε απ’ αυτήν γιατί δεν ταιριάζουν αλλού. Θα ήταν άδικο. Κι εγώ θυμάμαι ατέλειωτα φαγοπότια στο πατρικό μου αλλά έτσι έπρεπε να είναι τότε. Συζητώντας με τη φίλη μου τη Σοφία Πουλουδή κάπου αναρωτηθήκαμε μήπως μια τέτοια αναφορά υπερβολής ευτέλιζε, η μείωνε την υπόστασή τους. Κατέληξα ότι οι προσωπικότητες αυτές που αγαπήσαμε και θαυμάσαμε συνολικά, δε διατρέχουν τέτοιο κίνδυνο, αντίθετα, καθετί που τους αφορά συνθέτει την εικόνα τους.


Στην Αρχαιότητα ο τεράστιος Ηρόδωρος από τα Μέγαρα ήταν νικητής στο αγώνα σαλπιγκτών για 10 ολυμπιάδες. Μυθώδεις ήταν οι ποσότητες του φαγητού που κατανάλωνε προς έκπληξη όλων. Αλλά δεν παύει να ισχύει το γεγονός ότι για 40 χρόνια σήμαινε με τη σάλπιγγά του τα νικητήρια των Ολυμπίων.


Στην περίπτωσή μας, εκτός από το θαυμασμό και την αγάπη που τρέφουμε γι’ αυτούς τους ξεχωριστούς ανθρώπους, νομίζω θα μας κάνει καλό να ελαφρύνουμε λίγο την ατμόσφαιρα και να τους δούμε σε πιο χαλαρές στιγμές από τον πυρετό της δουλειάς στον πάγκο του μαγαζιού τους, γιατί δούλεψαν πολύ. Ο Γιάννης ήξερε πού πουλάνε το καλύτερο παγωτό, ποιος φτιάχνει το καλύτερο σάμαλι, ο Μιχαλιός κολάτσιζε στις 10 το πρωί ένα κιλό μαριδάκι. Πολλά χαμόγελα μας χάρισαν ο Μιχαλιός κι η γυναίκα του Κατίνα και την Ειρήνη όταν πήγαν μια από τις πολλές φορές για λουκουμάδες στον Κρίνο της Αιόλου. Κάθισαν στο μαρμάρινο τραπεζάκι κι αφού ένιωσαν μετά τις αλλεπάλληλες παραγγελίες ότι οι υπόλοιποι μέσα στο κατάστημα τους κοιτούσαν και τους σχολίαζαν, πέρασαν μέσα στο φούρνο του μαγαζιού και συνέχισαν να τρώνε στα όρθια!


Τίποτα όμως δε συγκρίνεται το πανηγύρι που έκανε ο Γιάννης στον ζαχαροπλάστη Τσίτα. Ο Γιάννης ο Πουλουδής είχε πάει στο ιστορικό ζαχαροπλαστείο της Πανεπιστημίου, απέναντι από την Εθνική Βιβλιοθήκη που υπήρχε μέχρι το 1968. Είπε λοιπόν στον Τσίτα: «Είσαι να βάλουμε ένα στοίχημα; Να σου δώσω ένα κατοστάρικο και να φάω όσα γλυκά θέλω;».


«Πάει!», είπε ο άνθρωπος, γιατί τότε η πιο ακριβή πάστα έκανε 2,5 δραχμές. Τι, θα έτρωγε 40 γλυκά; Με την καμία, όμως! Αλλά να, που έπεσε έξω. Δεν ήξερε με τι παιδάκι είχε να κάνει. Ο Γιάννης κάθισε σ’ ένα τραπέζι και πήρε θέση: «Φέρε!», του παρήγγειλε. Η εντολή δόθηκε στον σερβιτόρο και κατέφθασαν οι πιατέλες με τις πάστες. Με το κομψό κουταλάκι στο χέρι ο Γιάννης, (κάτσε, φαγάς ήταν αλλά από τρόπους ήξερε), αρχίζει. Δεν έλειπαν και τα σχόλια:


Αυτή είναι σαν-τη- γη (σαντιγί), ετούτη σαν τον ουρανό, αυτή μοιάζει με βουνό…. Η άλλη σαν καλάθι….


Τράβαγε τα μαλλιά του ο Τσίτας. Πόσες έφαγε; Διχάζονται οι απόψεις; Ο ίδιος είπε 70 κάποιοι άλλοι είπαν 72… Το θέμα είναι ότι ο Γιάννης σηκώθηκε από το τραπέζι κι ενώ σκουπιζόταν, είπε στον ζαχαροπλάστη:


«Να ’ρθω μια μέρα, να φέρω και τ’ αδερφάκι μου, να φάμε όσα γλυκά θέλουμε και να τα πληρώσουμε;».


«Ούτε απ’ έξω να μην ξαναπεράσεις», είπε φουρκισμένος ο Τσίτας, όταν φαντάστηκε τι χαμός θα γινόταν μαζί με το αδερφάκι, τον Μιχαλιό, δηλαδή!






Έτσι, για να τους θυμόμαστε με τις καλοσύνες τους και τις πλάκες τους, εμείς που τους γνωρίσαμε. Κάποτε Πουλουδής σήμαινε Ψυρή και Ψυρή σήμαινε Πουλουδής, όπως έλεγε ο Μανολάκης της Καλλιώς, ο Λιανόπουλος. Κι εμείς γι’ αυτούς μιλάμε σήμερα. Λένε ότι όταν μιλάς για κάποιους, αυτοί συνεχίζουν να ζουν.


Οι αξιόλογοι της ανθρωπότητας δεν είναι μόνο οι διάσημοι, οι εφευρέτες, οι ήρωες κι ευεργέτες σε διεθνές επίπεδο. Είναι κι οι καθημερινοί άνθρωποι, αυτοί της διπλανής πόρτα, που με ένα τρόπο ήρεμο, ήσυχο, αυθεντικό, προσφέρουν στον διπλανό τους. Είναι εκείνοι που κι αν και τους ζήσαμε, κάποιοι από μας ίσως δεν καταλάβαιναν τότε πόσο σημαντικοί ήταν. Και σήμερα, είμαι σίγουρη, πως αν είχαμε στον τόπο μας καμιά δεκαριά ζευγάρια Πουλουδήδες, θα ήταν καλύτερος ο κόσμος μας.


Και για να σας το πω με δικά μου λόγια, κάποια αστέρια από τον ουρανό γίνονται καμιά φορά, έστω και για λίγο άνθρωποι και συμπορεύονται μαζί μας. Αυτοί, που μαζευτήκαμε να τιμήσουμε σήμερα είναι απ’ αυτά τα αστέρια. Έχουν πια επιστρέψει στον ουρανό που ανήκουν. Κι εμείς νιώθουμε πολύ τυχεροί που τους είχαμε κοντά μας και τους ευχαριστούμε!


Κι εγώ να ευχαριστήσω όλους εσάς που με ακούσατε.










Σοφία Α. Σουλή


16 Μαρτίου 2014 στου Ψυρή









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου